- φιλοκτίστης
- φῐλο-κτίστης, ου, ὁ,A fond of building, Horap.2.119, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).259, Theodos. Gr.p.37G.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκτίστης — fond of building masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκτίστης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να χτίζει, να οικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτίστης (< κτίζω)] … Dictionary of Greek
φιλοκτίσται — φιλοκτίστης fond of building masc nom/voc pl φιλοκτίστᾱͅ , φιλοκτίστης fond of building masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκτίστην — φιλοκτίστης fond of building masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκτιστος — ον, ΜΑ φιλοκτίστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιστός (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιστος] … Dictionary of Greek